Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεῖα
Πειθαγόρας
πειθανάγκη
πειθαναλογία
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
πειρά
View word page
πειθήνιος
obedient to the rein

ShortDef

obedient to the rein

Debugging

Headword:
πειθήνιος
Headword (normalized):
πειθήνιος
Headword (normalized/stripped):
πειθηνιος
IDX:
67573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67574
Key:

Data

{'content': 'obedient to the rein'}