Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεῖ2
Πεῖα
Πειθαγόρας
πειθανάγκη
πειθαναλογία
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
πειναλέος
πεινάω
πεινητικός
πεῖρα
View word page
πειθήμων
persuaded, obedient

ShortDef

persuaded, obedient

Debugging

Headword:
πειθήμων
Headword (normalized):
πειθήμων
Headword (normalized/stripped):
πειθημων
IDX:
67572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67573
Key:

Data

{'content': 'persuaded, obedient'}