Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεζότης
πεζοφανής
πεζοφόρος
πεῖ
πεῖ2
Πεῖα
Πειθαγόρας
πειθανάγκη
πειθαναλογία
πειθάνωρ
πειθαρχέω
πειθαρχία
πειθαρχικός
πείθαρχος
πειθήμων
πειθήνιος
πειθοδικαιόσυνος
Πειθώ
πειθώ
πείθω
πεῖνα
View word page
πειθαρχέω
to obey one in authority

ShortDef

to obey one in authority

Debugging

Headword:
πειθαρχέω
Headword (normalized):
πειθαρχέω
Headword (normalized/stripped):
πειθαρχεω
IDX:
67568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67569
Key:

Data

{'content': 'to obey one in authority'}