Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναφυσάω
ἀναφύσημα
ἀναφύσησις
ἀναφυσητός
ἀναφυσιάω
ἀνάφυσις
ἀναφύσσω
ἀναφυτεύω
ἀναφύω
ἀναφωνέω
ἀναφωνή
ἀναφώνημα
ἀναφώνησις
ἀναφωνητής
ἀναφωνητικῶς
ἀναχάζομαι
ἀναχάζω
ἀναχαιτίζω
ἀναχαίτισις
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
View word page
ἀναφωνή
crying aloud
ShortDef
crying aloud
Debugging
Headword:
ἀναφωνή
Headword (normalized):
ἀναφωνή
Headword (normalized/stripped):
αναφωνη
IDX:
6755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6756
Key:
Data
{'content': 'crying aloud'}