Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεζολογικῶς
πεζολόγος
πεζομάχας
πεζομαχέω
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονομικός
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπορία
πεζοπόρος
πεζός
πεζότης
πεζοφανής
πεζοφόρος
πεῖ
πεῖ2
Πεῖα
Πειθαγόρας
πειθανάγκη
πειθαναλογία
View word page
πεζοπόρος
going by land
ShortDef
going by land
Debugging
Headword:
πεζοπόρος
Headword (normalized):
πεζοπόρος
Headword (normalized/stripped):
πεζοπορος
IDX:
67556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67557
Key:
Data
{'content': 'going by land'}