Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεζολέκτης
πεζολογία
πεζολογικῶς
πεζολόγος
πεζομάχας
πεζομαχέω
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονομικός
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπορία
πεζοπόρος
πεζός
πεζότης
πεζοφανής
πεζοφόρος
πεῖ
πεῖ2
Πεῖα
Πειθαγόρας
View word page
πεζοπορέω
to go on foot

ShortDef

to go on foot

Debugging

Headword:
πεζοπορέω
Headword (normalized):
πεζοπορέω
Headword (normalized/stripped):
πεζοπορεω
IDX:
67554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67555
Key:

Data

{'content': 'to go on foot'}