Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεζοθηρικός
πεζολεκτέω
πεζολέκτης
πεζολογία
πεζολογικῶς
πεζολόγος
πεζομάχας
πεζομαχέω
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονομικός
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπορία
πεζοπόρος
πεζός
πεζότης
πεζοφανής
πεζοφόρος
πεῖ
πεῖ2
View word page
πεζονομικός
of or for the management of quadrupeds

ShortDef

of or for the management of quadrupeds

Debugging

Headword:
πεζονομικός
Headword (normalized):
πεζονομικός
Headword (normalized/stripped):
πεζονομικος
IDX:
67552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67553
Key:

Data

{'content': 'of or for the management of quadrupeds'}