Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεζογραφέω
πεζογραφία
πεζογράφος
πεζοθηρικός
πεζολεκτέω
πεζολέκτης
πεζολογία
πεζολογικῶς
πεζολόγος
πεζομάχας
πεζομαχέω
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονομικός
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπορία
πεζοπόρος
πεζός
πεζότης
πεζοφανής
View word page
πεζομαχέω
to fight by land
ShortDef
to fight by land
Debugging
Headword:
πεζομαχέω
Headword (normalized):
πεζομαχέω
Headword (normalized/stripped):
πεζομαχεω
IDX:
67549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67550
Key:
Data
{'content': 'to fight by land'}