Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέζις
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζογραφέω
πεζογραφία
πεζογράφος
πεζοθηρικός
πεζολεκτέω
πεζολέκτης
πεζολογία
πεζολογικῶς
πεζολόγος
πεζομάχας
πεζομαχέω
πεζομαχία
πεζομάχος
πεζονομικός
πεζονόμος
πεζοπορέω
πεζοπορία
πεζοπόρος
View word page
πεζολογικῶς
in prose
ShortDef
in prose
Debugging
Headword:
πεζολογικῶς
Headword (normalized):
πεζολογικῶς
Headword (normalized/stripped):
πεζολογικως
IDX:
67546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67547
Key:
Data
{'content': 'in prose'}