Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζίδιον
πεζικός
πεζίς
πέζις
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζογραφέω
πεζογραφία
πεζογράφος
πεζοθηρικός
πεζολεκτέω
πεζολέκτης
πεζολογία
πεζολογικῶς
πεζολόγος
View word page
πεζοβατέω
to walk over
ShortDef
to walk over
Debugging
Headword:
πεζοβατέω
Headword (normalized):
πεζοβατέω
Headword (normalized/stripped):
πεζοβατεω
IDX:
67537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67538
Key:
Data
{'content': 'to walk over'}