Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζίδιον
πεζικός
πεζίς
πέζις
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζογραφέω
πεζογραφία
πεζογράφος
πεζοθηρικός
View word page
πεζεύω
to go on foot, walk
ShortDef
to go on foot, walk
Debugging
Headword:
πεζεύω
Headword (normalized):
πεζεύω
Headword (normalized/stripped):
πεζευω
IDX:
67532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67533
Key:
Data
{'content': 'to go on foot, walk'}