Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζίδιον
πεζικός
πεζίς
πέζις
πεζοβατέω
πεζοβόας
πεζογραφέω
πεζογραφία
πεζογράφος
View word page
πεζευτικός
able to walk, going on foot

ShortDef

able to walk, going on foot

Debugging

Headword:
πεζευτικός
Headword (normalized):
πεζευτικός
Headword (normalized/stripped):
πεζευτικος
IDX:
67531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67532
Key:

Data

{'content': 'able to walk, going on foot'}