Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζίδιον
πεζικός
πεζίς
πέζις
πεζοβατέω
πεζοβόας
View word page
πέζαρχος
a leader of foot

ShortDef

a leader of foot

Debugging

Headword:
πέζαρχος
Headword (normalized):
πέζαρχος
Headword (normalized/stripped):
πεζαρχος
IDX:
67528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67529
Key:

Data

{'content': 'a leader of foot'}