Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζίδιον
πεζικός
View word page
πεδώρυχος
digging the soil
ShortDef
digging the soil
Debugging
Headword:
πεδώρυχος
Headword (normalized):
πεδώρυχος
Headword (normalized/stripped):
πεδωρυχος
IDX:
67524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67525
Key:
Data
{'content': 'digging the soil'}