Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
πεζίδιον
View word page
πέδων
one in fetters
ShortDef
one in fetters
Debugging
Headword:
πέδων
Headword (normalized):
πέδων
Headword (normalized/stripped):
πεδων
IDX:
67523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67524
Key:
Data
{'content': 'one in fetters'}