Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
πεζεύω
View word page
πεδότριψ
wearing out fetters

ShortDef

wearing out fetters

Debugging

Headword:
πεδότριψ
Headword (normalized):
πεδότριψ
Headword (normalized/stripped):
πεδοτριψ
IDX:
67522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67523
Key:

Data

{'content': 'wearing out fetters'}