Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
πεζέταιροι
πεζευτικός
View word page
πεδοτριβής
wearing the ground

ShortDef

wearing the ground

Debugging

Headword:
πεδοτριβής
Headword (normalized):
πεδοτριβής
Headword (normalized/stripped):
πεδοτριβης
IDX:
67521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67522
Key:

Data

{'content': 'wearing the ground'}