Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
πέζαρχος
πεζέμπορος
View word page
πεδοσκαφής
digging the earth

ShortDef

digging the earth

Debugging

Headword:
πεδοσκαφής
Headword (normalized):
πεδοσκαφής
Headword (normalized/stripped):
πεδοσκαφης
IDX:
67519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67520
Key:

Data

{'content': 'digging the earth'}