Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
πεζαρχέω
View word page
πέδορτος2
[lexical cite]
ShortDef
rising from the ground
[lexical cite]
Debugging
Headword:
πέδορτος2
Headword (normalized):
πέδορτος
Headword (normalized/stripped):
πεδορτος2
IDX:
67517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67518
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}