Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
πεζακοντιστής
View word page
πέδορτος
rising from the ground

ShortDef

rising from the ground
[lexical cite]

Debugging

Headword:
πέδορτος
Headword (normalized):
πέδορτος
Headword (normalized/stripped):
πεδορτος
IDX:
67516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67517
Key:

Data

{'content': 'rising from the ground'}