Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
πέζα
View word page
πεδορραντήριον
defilement

ShortDef

defilement

Debugging

Headword:
πεδορραντήριον
Headword (normalized):
πεδορραντήριον
Headword (normalized/stripped):
πεδορραντηριον
IDX:
67515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67516
Key:

Data

{'content': 'defilement'}