Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
πεδώρυχος
View word page
πέδονδε
to the ground, earthwards

ShortDef

to the ground, earthwards

Debugging

Headword:
πέδονδε
Headword (normalized):
πέδονδε
Headword (normalized/stripped):
πεδονδε
IDX:
67514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67515
Key:

Data

{'content': 'to the ground, earthwards'}