Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
πέδων
View word page
πέδον
the ground, earth

ShortDef

the ground, earth

Debugging

Headword:
πέδον
Headword (normalized):
πέδον
Headword (normalized/stripped):
πεδον
IDX:
67513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67514
Key:

Data

{'content': 'the ground, earth'}