Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
πεδότριψ
View word page
πεδοκοίτης
lying on the ground

ShortDef

lying on the ground

Debugging

Headword:
πεδοκοίτης
Headword (normalized):
πεδοκοίτης
Headword (normalized/stripped):
πεδοκοιτης
IDX:
67512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67513
Key:

Data

{'content': 'lying on the ground'}