Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
πεδοτριβής
View word page
πεδοιχνέω
go in search of, pursue

ShortDef

go in search of, pursue

Debugging

Headword:
πεδοιχνέω
Headword (normalized):
πεδοιχνέω
Headword (normalized/stripped):
πεδοιχνεω
IDX:
67511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67512
Key:

Data

{'content': 'go in search of, pursue'}