Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
πεδοστιβής
View word page
πέδοι
on the ground, on earth

ShortDef

on the ground, on earth

Debugging

Headword:
πέδοι
Headword (normalized):
πέδοι
Headword (normalized/stripped):
πεδοι
IDX:
67510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67511
Key:

Data

{'content': 'on the ground, on earth'}