Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
πεδοσκαφής
View word page
πέδοθεν
from the ground

ShortDef

from the ground

Debugging

Headword:
πέδοθεν
Headword (normalized):
πέδοθεν
Headword (normalized/stripped):
πεδοθεν
IDX:
67509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67510
Key:

Data

{'content': 'from the ground'}