Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
πέδορτος2
Πεδοσείων
View word page
πεδόθεν
from the ground
ShortDef
from the ground
Debugging
Headword:
πεδόθεν
Headword (normalized):
πεδόθεν
Headword (normalized/stripped):
πεδοθεν
IDX:
67508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67509
Key:
Data
{'content': 'from the ground'}