Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
πέδονδε
πεδορραντήριον
πέδορτος
View word page
πεδιώδης
like a plain, level

ShortDef

like a plain, level

Debugging

Headword:
πεδιώδης
Headword (normalized):
πεδιώδης
Headword (normalized/stripped):
πεδιωδης
IDX:
67506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67507
Key:

Data

{'content': 'like a plain, level'}