Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
πέδον
View word page
πεδιοφύλαξ
guard of an estate

ShortDef

guard of an estate

Debugging

Headword:
πεδιοφύλαξ
Headword (normalized):
πεδιοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
πεδιοφυλαξ
IDX:
67503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67504
Key:

Data

{'content': 'guard of an estate'}