Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
πέδοι
πεδοιχνέω
πεδοκοίτης
View word page
πεδιοῦχος
having a plain
ShortDef
having a plain
Debugging
Headword:
πεδιοῦχος
Headword (normalized):
πεδιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πεδιουχος
IDX:
67502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67503
Key:
Data
{'content': 'having a plain'}