Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοθεν
View word page
πεδίον
a plain
ShortDef
a plain
Debugging
Headword:
πεδίον
Headword (normalized):
πεδίον
Headword (normalized/stripped):
πεδιον
IDX:
67499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67500
Key:
Data
{'content': 'a plain'}