Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἄγος2
ἀγοστός
View word page
ἀγορηγός
ship which conveys provisions

ShortDef

ship which conveys provisions

Debugging

Headword:
ἀγορηγός
Headword (normalized):
ἀγορηγός
Headword (normalized/stripped):
αγορηγος
IDX:
674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-675
Key:

Data

{'content': 'ship which conveys provisions'}