Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
πεδόθεν
View word page
πεδινός
flat, level
ShortDef
flat, level
Debugging
Headword:
πεδινός
Headword (normalized):
πεδινός
Headword (normalized/stripped):
πεδινος
IDX:
67498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67499
Key:
Data
{'content': 'flat, level'}