Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
πεδοβάμων
View word page
πέδιλον
sandals

ShortDef

sandals

Debugging

Headword:
πέδιλον
Headword (normalized):
πέδιλον
Headword (normalized/stripped):
πεδιλον
IDX:
67497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67498
Key:

Data

{'content': 'sandals'}