Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
πεδίσκη
Πεδιώ
πεδιώδης
View word page
πεδιήρης
abounding in plains, level

ShortDef

abounding in plains, level

Debugging

Headword:
πεδιήρης
Headword (normalized):
πεδιήρης
Headword (normalized/stripped):
πεδιηρης
IDX:
67496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67497
Key:

Data

{'content': 'abounding in plains, level'}