Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
πεδιοφύλαξ
View word page
πεδιεινός
flat, level

ShortDef

flat, level

Debugging

Headword:
πεδιεινός
Headword (normalized):
πεδιεινός
Headword (normalized/stripped):
πεδιεινος
IDX:
67493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67494
Key:

Data

{'content': 'flat, level'}