Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδιοῦχος
View word page
πεδιάσιος
of the plain
ShortDef
of the plain
Debugging
Headword:
πεδιάσιος
Headword (normalized):
πεδιάσιος
Headword (normalized/stripped):
πεδιασιος
IDX:
67492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67493
Key:
Data
{'content': 'of the plain'}