Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
πεδίονδε
View word page
πεδιάς
flat, level

ShortDef

flat, level

Debugging

Headword:
πεδιάς
Headword (normalized):
πεδιάς
Headword (normalized/stripped):
πεδιας
IDX:
67490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67491
Key:

Data

{'content': 'flat, level'}