Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίον
View word page
πεδιάλλω
send for

ShortDef

send for

Debugging

Headword:
πεδιάλλω
Headword (normalized):
πεδιάλλω
Headword (normalized/stripped):
πεδιαλλω
IDX:
67489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67490
Key:

Data

{'content': 'send for'}