Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
πέδιλον
View word page
πεδήτης
one fettered, a prisoner

ShortDef

one fettered, a prisoner

Debugging

Headword:
πεδήτης
Headword (normalized):
πεδήτης
Headword (normalized/stripped):
πεδητης
IDX:
67487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67488
Key:

Data

{'content': 'one fettered, a prisoner'}