Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
πεδιήρης
View word page
πεδητής
a hinderer; one who fetters
ShortDef
a hinderer; one who fetters
Debugging
Headword:
πεδητής
Headword (normalized):
πεδητής
Headword (normalized/stripped):
πεδητης
IDX:
67486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67487
Key:
Data
{'content': 'a hinderer; one who fetters'}