Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
πεδίζω
View word page
πέδη
a fetter

ShortDef

a fetter

Debugging

Headword:
πέδη
Headword (normalized):
πέδη
Headword (normalized/stripped):
πεδη
IDX:
67485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67486
Key:

Data

{'content': 'a fetter'}