Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
πεδιάσιος
πεδιεινός
πεδιεῖς
View word page
πεδέρχομαι
follow after

ShortDef

follow after

Debugging

Headword:
πεδέρχομαι
Headword (normalized):
πεδέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
πεδερχομαι
IDX:
67484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67485
Key:

Data

{'content': 'follow after'}