Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
πεδιασιμαῖος
View word page
πεδαρτάω
to admonish
ShortDef
to admonish
Debugging
Headword:
πεδαρτάω
Headword (normalized):
πεδαρτάω
Headword (normalized/stripped):
πεδαρταω
IDX:
67481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67482
Key:
Data
{'content': 'to admonish'}