Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
πεδιάς
View word page
πεδανός
low-growing, short
ShortDef
low-growing, short
Debugging
Headword:
πεδανός
Headword (normalized):
πεδανός
Headword (normalized/stripped):
πεδανος
IDX:
67480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67481
Key:
Data
{'content': 'low-growing, short'}