Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
πεδιάλλω
View word page
πάων
pavo
ShortDef
pavo
Debugging
Headword:
πάων
Headword (normalized):
πάων
Headword (normalized/stripped):
παων
IDX:
67479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67480
Key:
Data
{'content': 'pavo'}