Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
πεδιακός
View word page
παχύχυμος
with thick juices

ShortDef

with thick juices

Debugging

Headword:
παχύχυμος
Headword (normalized):
παχύχυμος
Headword (normalized/stripped):
παχυχυμος
IDX:
67478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67479
Key:

Data

{'content': 'with thick juices'}