Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
πεδητής
πεδήτης
View word page
παχυχειλής
thick-lipped
ShortDef
thick-lipped
Debugging
Headword:
παχυχειλής
Headword (normalized):
παχυχειλής
Headword (normalized/stripped):
παχυχειλης
IDX:
67477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67478
Key:
Data
{'content': 'thick-lipped'}