Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
πεδάω
πεδέρχομαι
πέδη
View word page
παχύφλοιος
with thick rind
ShortDef
with thick rind
Debugging
Headword:
παχύφλοιος
Headword (normalized):
παχύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
παχυφλοιος
IDX:
67475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67476
Key:
Data
{'content': 'with thick rind'}